προτιμήσεως

προτιμήσεως
προτῑμήσεω̆ς , προτίμησις
honouring before
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προτίμηση — η / προτίμησις, ήσεως, ΝΜΑ, δωρ. τ. προτίμασις Α [προτιμῶ] 1. το να τιμά ή να εκτιμά κανείς κάποιον («πλήθους τε ἰσονομίας πολιτικῆς καὶ ἀριστοκρατίας σώφρονος προτιμήσει», Θουκ.) 2. η απόδοση μεγαλύτερης σημασίας ή αξίας σε κάποιον ή σε κάτι 3.… …   Dictionary of Greek

  • πρόσθεν — και δωρ. και αιολ. τ. πρόσθα και δωρ. τ. πρόθεν, πρόθθα και πρόστα Α Α (ως πρόθ. με γενική) Ι. τοπ. 1. μπροστά από κάποιον ή από κάτι (α. «νῆσος... πρόσθε Σαλαμῑνος τόπων», Αισχύλ.) β. «στῆ δὲ πρόσθ αὐτοῑο», Ομ. Ιλ.) 2. για κάποιον ή για κάτι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”